- ξεπαραδιάζομαι
- издержаться, оставаться без денег
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεπαραδιάζω — 1. υποβάλλω κάποιον σε μεγάλα έξοδα 2. μέσ. ξεπαραδιάζομαι μένω χωρίς χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + παράς / παράδες] … Dictionary of Greek